- δημόλευστος
- δημόλευστος, -ον (Α)1. ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό2. φρ. «δημόλευστος φόνος» — αυτός που έγινε με δημόσιο λιθοβολισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + λεύω «λιθοβολώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημόλευστον — δημόλευστος publicly stoned masc/fem acc sg δημόλευστος publicly stoned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)